- γεώδους
- γεώδηςearth-likemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξικμάζω — ἐξικμάζω (Α) 1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῡ γεώδους», Αριστοτ.) 2. αποβάλλω υγρασία 3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.) 4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου 5. αναζητώ,… … Dictionary of Greek
σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… … Dictionary of Greek
υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… … Dictionary of Greek
Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… … Dictionary of Greek
γεώδες — Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει… … Dictionary of Greek